-
1 насквозь
επίρ.1. διαμπερώς, πέρα-πέρα•пуля пробила доску насквозь η σφαίρα διαπέρασε τη σανίδα•
2. μτφ. πλήρως, εντελώς, τελείως, πέρα για πέρα•видно насквозь είναι καταφανές, ολοφάνερο.
εκφρ.видеть (знать) кого насквозь – γνωρίζω κάποιον καλά (τις προθέσεις του, ενέργειες κ.τ.τ.).